- οργανοκρούστης
- ομουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, ο οργανιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο + κρούστης (< κρούω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οργανιστής — και οργανίστας, ο (ΑΜ ὀργανιστής) νεοελλ. μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. οργανοκρούστης μσν. αρχ. αυτός που παίζει μουσικό όργανο, οργανοπαίκτης αρχ. μηχανικός υδραυλικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανίζω*. Ο τ. οργανίστας είναι… … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek
Πάχελμπελ, Ιωάννης — (Pachelbel, Johann, 1653 – 1706). Διάσημος Γερμανός οργανοκρούστης και συνθέτης. Θωρείται πρόδρομος του Μπαχ, εξαιτίας των καινοτομιών του στις συνθέσεις για εκκλησιαστικά όργανα. Διετέλεσε βοηθός οργανοκρούστη στον Άγιο Στέφανο της Βιέννης και… … Dictionary of Greek